- Μινυαῖς
- Μινύηςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μινύαις — Μίνυος fem dat pl Μινύαι fem dat pl Μινύης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… … Dictionary of Greek